λάρινος — λάρινος, ὁ (Α) είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μακρό α τού τ. δυσκολεύει τη σύνδεσή του με τη λ. λάρος*, εκτός αν υποτεθεί βράχυνση τού μακρού α . Ο τ. πιθ. να συνδέεται με το επίθ. λαρινός «παχύς, ευτραφής»] … Dictionary of Greek
λάρινος — sea fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρινός — λᾱρῑνός , λαρινός fatted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρίνου — λάρινος sea fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρίνους — λάρινος sea fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρινον — λάρινος sea fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρινῶν — λᾱρῑνῶν , λαρινός fatted fem gen pl λᾱρῑνῶν , λαρινός fatted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρινόν — λᾱρῑνόν , λαρινός fatted masc acc sg λᾱρῑνόν , λαρινός fatted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
λαριναίον — λαριναῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαριναῑον κύρτον οἱ ἁλιεῑς τὸν ἐκ λε(υ)κέας ἢ μέγαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. αῖον (πρβλ. λιμν αίον, μελισσ αίον)] … Dictionary of Greek